- αβράχνιαστος
- -η, -οεκείνος που δεν είναι βραχνιασμένος, αυτός που μπορεί να κρατάει τη φωνή του καθαρή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αβράχνιαστος — η, ο [βραχνιάζω] αυτός που δεν βράχνιασε ή δεν βραχνιάζει εύκολα … Dictionary of Greek